προσέλεκτο

From LSJ
Revision as of 10:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

ἐλευθέρα Κόρκυρα· χέζ' ὅπου θέλεις → Corfu is free; shit where you want

Source

French (Bailly abrégé)

v. προσλέγομαι.

Greek Monotonic

προσέλεκτο: γʹ ενικ. Επικ. Παθ. αορ. βʹ του προσλέγω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσέλεκτο aor. 3 sing. van προσλέχομαι.
προσέλεκτο ep. aor. van προσλέχομαι.