ἐλευθέρα Κόρκυρα· χέζ' ὅπου θέλεις → Corfu is free; shit where you want
v. προσλέγομαι.
προσέλεκτο: γʹ ενικ. Επικ. Παθ. αορ. βʹ του προσλέγω.
προσέλεκτο aor. 3 sing. van προσλέχομαι.προσέλεκτο ep. aor. van προσλέχομαι.