Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσος → Medicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last
f.1 de δάκνω.
δήξομαι: μέλ. του δάκνω.
δήξομαι: fut. к δάκνω.
δήξομαι ind. fut. med. van δάκνω.