εἰπὼν ἃ θέλεις, ἀντάκουε ἃ μὴ θέλεις → if you say what you want, hear in response what you don't want
ου (ὁ) :qui combat armé de la foudre.Étymologie: κεραυνός, μάχομαι.
κεραυνομάχας -ου Dor. [κεραυνός, μάχομαι] die met zijn bliksem strijdt.