συνεξίσταμαι

From LSJ
Revision as of 12:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4b)

τοῖς οἰκείοις βουλεύμασιν ἁλίσκεσθαι → hoist by one's own petard, hoist with one's own petard, hoist on one's own petard, hoisted by one's own petard, be hoist with one's own petard

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεξίσταμαι Medium diacritics: συνεξίσταμαι Low diacritics: συνεξίσταμαι Capitals: ΣΥΝΕΞΙΣΤΑΜΑΙ
Transliteration A: synexístamai Transliteration B: synexistamai Transliteration C: syneksistamai Beta Code: suneci/stamai

English (LSJ)

Pass.,

   A make common cause with, Plb.3.34.9, 3.68.8, 5.39.4.

German (Pape)

[Seite 1016] (s. ἵστημι), mit od. zugleich aufstehen und herausgehen, in den Kampf ziehen, Pol. 3, 34, 9 u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

συνεξίσταμαι: Παθητ., συνεξανίσταμαι, εὐθύμως δὲ τῶν ὄχλων αὐτῷ συνεξισταμένων Πολύβ. 3. 34, 9, πρβλ. 5. 39, 4.

Greek Monolingual

Α ἐξίσταμαι
εξέρχομαι μαζί ή συγχρόνως με άλλον.

Greek Monolingual

Α ἐξίσταμαι
εξέρχομαι μαζί ή συγχρόνως με άλλον.

Russian (Dvoretsky)

συνεξίσταμαι: (fut. συνεκστήσομαι, aor. 2 συνεξέστην) вместе выходить (на бой), одновременно выступать Polyb.