οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?
ao. épq. de προίημι.
see προΐημι.
προέηκα: Επικ. αντί -ῆκα, αόρ. αʹ του προίημι.
προέηκα: эп. (= προῆκα) aor. 1 к προΐημι.