ῥῄδιος

From LSJ
Revision as of 12:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

κακῶν ἀπέστω θάνατος, ὡς ἴδῃ κακά → of all evils let only death be absent, so he may see evils

Source

German (Pape)

[Seite 840] ion., zsgzgn aus ῥηΐδιος, Theogn.

Greek (Liddell-Scott)

ῥῄδιος: Ἰων. συνῃρ. ἀντὶ ῥηίδιος.

French (Bailly abrégé)

ion. c. ῥᾴδιος.

Greek Monolingual

ία, -ον, Α
ιων. τ. βλ. ράδιος.

Greek Monotonic

ῥῄδιος: Ιων. συνηρ. τύπος αντί ῥηΐδιος.

Russian (Dvoretsky)

ῥῄδιος: стяж. = ῥηΐδιος.