κατέαγα
From LSJ
Τὸ ζῆν ἀλύπως ἀνδρός ἐστιν εὐτυχοῦς → Satis beati est esse sine maeroribus → Ein Leben ohne Leid führt nur, wer glücklich ist
English (LSJ)
κατεάγην [ᾰ], κατέαξα,
A v. κατάγνυμι.
Greek (Liddell-Scott)
κατέᾱγα: κατεαγώς, κατεάγην ᾰ, κατέαξα, ἴδε ἐν λέξ. κατάγνυμι.
French (Bailly abrégé)
v. κατάγνυμι.
Greek Monotonic
κατέᾱγα: αμτβ. παρακ. του κατάγνυμι· -κατεάγην [ᾰ], Παθ. αορ. βʹ, γʹ πληθ. υποτ. κατεαγῶσιν· -κατέαξα, Ενεργ. αορ. αʹ.
Russian (Dvoretsky)
κατέᾱγα: pf. к κατάγνυμι.