οἰστροδόνητος
From LSJ
αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death
English (LSJ)
ον, = foreg., Id.Supp.573(lyr.), Ar.Th.324 (lyr.):—also οἰστρό-δονος, ον, A.Supp.16(anap).
Greek (Liddell-Scott)
οἰστροδόνητος: ἴδε οἰστροδίνητος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
c. οἰστροδίνητος.
Étymologie: οἶστρος, δονέω.
Greek Monolingual
οἰστροδόνητος και οἰστρόδονος, -ον (Α)
(ποιητ. τ.) οιστροδίνητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶστρος + -δόνητος / -δονος (< δονῶ), πρβλ. αερο-δόνητος, πολύ-δονος].
Russian (Dvoretsky)
οἰστροδόνητος: гонимый слепнем (Ἰώ Aesch.).