ὑπάγγελος

From LSJ
Revision as of 14:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4b)

Ἤθη πονηρὰ τὴν φύσιν διαστρέφει → Bonae indolis venena sunt mores mali → Verdorbne Sitten sind verderblich der Natur

Menander, Monostichoi, 203
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπάγγελος Medium diacritics: ὑπάγγελος Low diacritics: υπάγγελος Capitals: ΥΠΑΓΓΕΛΟΣ
Transliteration A: hypángelos Transliteration B: hypangelos Transliteration C: ypaggelos Beta Code: u(pa/ggelos

English (LSJ)

ον,

   A summoned by a messenger, οὐκ ἄκλητος, ἀλλ' ὑ. A.Ch.838.

German (Pape)

[Seite 1179] vom Boten gerufen od. geholt; ἥκω μὲν οὐκ ἄκλητος, ἀλλ' ὑπάγγελος Aesch. Ch. 825.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπάγγελος: -ον, ὁ ὑπ’ ἀγγέλου κληθείς, οὐκ ἄκλητος, ἀλλ’ ὑπ. Αἰσχύλ. Χο. 838, πρβλ. Σοφ. Αἴ. 287 καὶ Τραχ. 391.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
averti ou appelé par un messager.
Étymologie: ὑπό, ἄγγελος.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που ειδοποιήθηκε με αγγελιαφόρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)- + ἄγγελος.

Greek Monotonic

ὑπάγγελος: -ον, αυτός που καλείται από αγγελιαφόρο, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπάγγελος: вызванный вестником: οὐκ ἄκλητος, ἀλλ᾽ ὑ. Aesch. не незванный, а будучи приглашен через гонца.