ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion
ao. épq. de ἀναΐσσω.
ἀνήϊξα: αόρ. αʹ του ἀν-αΐσσω.
ἀνήϊξα: эп. aor. к ἀναΐσσω.