ἀπαμελέομαι
From LSJ
ἐξ ὀνύχων λέοντα τεκμαίρεσθαι → judge by the claws, judge by a slight but characteristic mark, small traits give the clue to the character of a person, deduce something from a small indication, identify a lion from its claws
English (LSJ)
Pass.,
A to be neglected utterly, ἀπημελημένος Hdt.3.129,132, S.Ph.652.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπᾰμελέομαι: παθ. ὅλως ἀμελοῦμαι, ἀπημελημένον… καὶ ῥάκεσι ἐσθημένον Ἡρόδ. 3. 129, 132, Σοφ. Φ. 652.
Greek Monotonic
ἀπᾰμελέομαι: (ἀμελέω), Παθ., είμαι εντελώς παραμελημένος ή εγκαταλελειμμένος, Παθ. μτχ. ἀπημελημένος, σε Ηρόδ., Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἀπᾰμελέομαι: быть в пренебрежении, быть покинутым Her., Soph.