διοίκισις

From LSJ
Revision as of 18:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

Μί' ἐστὶν ἀρετὴ τἄτοπον φεύγειν ἀεί → Numquam non fugere inepta , et hoc virtutis est → Die einzge Tugend: meiden, was abwegig ist

Menander, Monostichoi, 339
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διοίκισις Medium diacritics: διοίκισις Low diacritics: διοίκισις Capitals: ΔΙΟΙΚΙΣΙΣ
Transliteration A: dioíkisis Transliteration B: dioikisis Transliteration C: dioikisis Beta Code: dioi/kisis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A removal, change of abode, Lys. 32.14.

Greek (Liddell-Scott)

διοίκισις: -εως, ἡ, διασπορά, μετοίκισις, μετατόπισις, ἐν τῇ διοικίσει, ὅτ’ ἐκ Κολλυτοῦ διῳκίζετο εἰς… Λυσ. 961, ἐν τέλ.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ cambio de domicilio Lys.32.14.

Greek Monolingual

διοίκισις, η (Α) διοικίζω
μετοίκηση, μετακόμιση.

Russian (Dvoretsky)

διοίκῐσις: εως ἡ переселение, переезд Lys.