δολορραφίη
From LSJ
οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor
Spanish (DGE)
(δολορρᾰφίη) -ης, ἡ
zurcido de engaños, engañosa fabricación Ἡφαίστου πᾶσα δ. AP 5.286 (Paul.Sil.).
Russian (Dvoretsky)
δολορρᾰφίη: ἡ хитросплетение, лукавство (Ἡφαίστου Anth.).