ἐκθεραπεύω

From LSJ
Revision as of 19:28, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκθερᾰπεύω Medium diacritics: ἐκθεραπεύω Low diacritics: εκθεραπεύω Capitals: ΕΚΘΕΡΑΠΕΥΩ
Transliteration A: ektherapeúō Transliteration B: ektherapeuō Transliteration C: ektherapeyo Beta Code: e)kqerapeu/w

English (LSJ)

strengthd. for θεραπεύω:    1 cure perfectly, Plb.3.88.1, Agath.1.15 :—Med., get oneself quite cured, Hp.Vict.3.83.    2 gain over, Aeschin.1.169, D.S.14.19, Plu.Sol.31, PSI6.614.5(iii B.C.), Agath.Praef.p.137D. ; τινὰς φιλανθρωπίαις D.H.5.76 :—Pass., παρὰ τῶν κληρονόμων Cod.Just.1.3.45.6.    3 Pass., to be complied with, Agath.5.10.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκθερᾰπεύω: ἐπιτεταμένον ἀντὶ τοῦ θεραπεύω: 1) ἐντελῶς θεραπεύω, Πολύβ. 3. 88, 1. - Μεσ. ἐντελῶς θεραπεύομαι, λαμβάνω θεραπείαν, Ἱππ. 374, 55. 2) διὰ θεραπειῶν καθιστῶ τινα φίλον μου, Αἰσχίν. 24. 15, Πλουτ. Σόλων 31.

French (Bailly abrégé)

se concilier à force de soins : τινά τινι qqn par qch (présents, etc.).
Étymologie: ἐκ, θεραπεύω.

Spanish (DGE)

• Grafía: graf. ἐχθ- PSI 614.5 (III a.C.)
1 medic. curar perfectamente, dar un tratamiento completo (ἡ σάρξ) θερμαίνεταί τε καὶ ἀλγεῖ ... ἢν μή τις ἐκθεραπεύσῃ ὀρθῶς Hp.Vict.2.66, τῇ διαίτῃ τῇ αὐτέῃ ἐκθεραπεύειν Hp.Mul.2.133, τὰ ... ἀνυστὰ νοσήματα Hp.Morb.1.6, τὴν καχεξίαν αὐτῶν (τῶν ἵππων) Plb.3.88.1, γένος (φαρμάκων) ἐκθεραπεύειν δυνάμενον ἕλκη Gal.12.707, cf. 14.647
en v. med.-pas. seguir totalmente un tratamiento οὐ χρὴ προΐεσθαι ἐς τοῦτο, ἀλλ' ἐκθεραπεύεσθαι πρότερον ὧδε no hay que dejarse llegar a ese punto, sino antes seguir bien el siguiente tratamiento Hp.Vict.3.83, cf. 70, ὅταν ... ἐκ τῶν βαλανείων ἐκθεραπεύηται Gal.9.356
fig. ὡς ἂν ... τὸ δεδιὸς ἐκθεραπεύσοι por ver si podía disipar del todo el miedo Agath.1.15.11, en v. pas. μοι ... ὁ τῆς ἱστορίας ἐκτεθεράπευται νόμος las reglas de composición histórica están respetadas por mí Agath.5.10.7.
2 granjearse, lisonjear τὸν παῖδα (τὸν Ἀλέξανδρον) Aeschin.1.169, καλῶς ποιήσεις ἐχθεραπεύσας αὐτόν PSI l.c., τοὺς στρατιώτας D.S.14.19, cf. D.H.5.76, τοὺς τὸ συνέδριον συνέχοντας D.S.40.1, πολλαῖς κολακείαις ... τοὺς ἀπόρους D.H.4.40, cf. I.AI 15.205, τὸν Σόλωνα Plu.Sol.31, τὸ ἀεὶ κρατοῦν Agath.proem.19, en v. pas. οὕτως ἐξεθεραπεύθησαν (οἱ δημόται) ὑπ' αὐτοῦ ταῖς εὐεργεσίαις D.H.4.3.

Greek Monolingual

ἐκθεραπεύω (Α)
1. θεραπεύω εντελώς
2. με περιποιήσεις κάνω φίλο μου κάποιον.

Greek Monotonic

ἐκθερᾰπεύω: μέλ. -σω, επιτετ. αντί θεραπεύω, θεραπεύω εντελώς, σε Αισχίν, Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἐκθερᾰπεύω: 1) совершенно вылечивать, исцелять (τὴν καχεξίαν τινός Polyb.);
2) заботами снискивать привязанность, привязывать к себе (τινά Aeschin., Diod., Plut.).