θρανίδιον
From LSJ
Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück
English (LSJ)
τό, Dim. of θρᾶνος, Ar.Fr.399.
German (Pape)
[Seite 1215] τό, dim. vom Folgdn, kleiner Stuhl, Bänkchen, Poll. 10, 47 aus Ar.
Greek (Liddell-Scott)
θρᾱνίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ θρανίον, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 352.
Greek Monolingual
θρανίδιον, τὸ (Α) θρανίον
μικρό θρανίο, κάθισμα.
Russian (Dvoretsky)
θρᾱνίδιον: (ῐδ) τό небольшой стул, скамеечка Arph.