Κέρδος πονηρὸν μηδέποτε βούλου λαβεῖν → Ex non honesto lucra sectari cave → Hab nie den Wunsch, unredlichen Gewinn zu ziehn
κάθησο: προστ. του κάθημαι· καθῆστο, γʹ ενικ. παρατ.
κάθησο: эп. 2 л. sing. imper. к κάθημαι.