Κεκρόπιος
From LSJ
French (Bailly abrégé)
α, ον :
de Cécrops ; Κεκροπία χθών EUR la terre de Cécrops, l’Attique.
Étymologie: Κέκροψ.
Greek Monolingual
Κεκρόπιος, -ία, -ον (Α)
1. αυτός που ανήκει στον Κέκροπα, Αθηναίος, αθηναϊκός
2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) oἱ Κεκρόπιοι
οι Αθηναίοι
3. (το θηλ. ως κύρ. όν.) ἡ Κεκροπία
α) η Αθήνα
β) δήμος της αρχαιότατης Αττικής
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ Κεκρόπιον
τμήμα του Ερεχθείου, όπου βρισκόταν ο τάφος του Κέκροπος
5. φρ. α) «πέτρα Κεκροπία» — η Ακρόπολη της Αθήνας
β) «Κεκροπία χθών» — η Αττική.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Κέκροψ, -οπος].
Russian (Dvoretsky)
Κεκρόπιος: кекропов: Κεκροπία πέτρα Eur. = Ἀκρόπολις; Κεκροπία χθών Eur. = Ἀττική.