λῇδος
From LSJ
Kατεσκευάσθη τὸ ἱερὸν τοῦτο ποτήριον ... ἐν ἔτει ,αω'α' → Τhis holy cup was made ... in the year 1801
Greek (Liddell-Scott)
λῇδος: Δωρ. λᾷδος, -εος, τό, εὐτελὲς τριβώνιον ἢ χλαμύδιον παλαιόν, κυρίως ὡς τὸ θέριστρον, εὐτελὲς ἱμάτιον θερινόν, Ἀλκμὰν 96· συνηθέστερον ἐν τοῖς ὑποκοριστ. τύποις, λῄδιον ἢ λῃδίον, τό, καὶ λῃδάριον, ἃ ἴδε. - Κοινῶς φέρεται λῆδος, λήδιον ἄνευ τοῦ ὑπογραφομένου ι, καὶ ὁ τελευταῖος τύπος ἀπαντᾷ ἐν δοκίμῳ τινὶ Ἀττ. ἐπιγραφῇ (Συλλ. Ἐπιγρ. 155. 45)· ἀλλὰ παρ’ Ἡσυχ. εὑρίσκομεν τοὺς τύπους λαῖδος, λῄδιον.
Russian (Dvoretsky)
λῇδος: εος τό легкая одежда, плащ Arph.