λεκανίς
From LSJ
τὸ δανείζεσθαι τῆς ἐσχάτης ἀφροσύνης καὶ μαλακίας ἐστίν → being in debt is a mark of extreme folly and moral weakness (Plutarch, On Avoiding Debt 829F3)
English (LSJ)
ίδος, ἡ, Ar.Fr.805, Plu.2.828a, Luc. Am.39:
German (Pape)
[Seite 27] ίδος, ἡ, dim. zu λεκάνη, Luc. am. 39; Plut. vit. aer. al. 2; auch v. l. bei Teleclid. für λεκανίσκη.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
c. λεκάνιον.
Greek Monolingual
λεκανίς, -ίδος, ἡ (ΑM)
βλ. λεκανίδα.
Russian (Dvoretsky)
λεκᾰνίς: ίδος (ῐδ) ἡ Plut., Luc. = λεκάνιον.