λυκιουργής
From LSJ
νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖιν → godly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet
French (Bailly abrégé)
c. λυκιοεργής.
Greek Monolingual
λυκιουργής, -ές (Α)
βλ. λυκιοεργής.
Russian (Dvoretsky)
λῠκιουργής: стяж. = λυκιοεργής.