λύμασις
From LSJ
Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn
English (LSJ)
f.l. in A.Supp.877.
German (Pape)
[Seite 70] ἡ, = λύμη, Schmach, Hohn, Aesch. Suppl. 855.
Greek (Liddell-Scott)
λύμᾰσις: ἡ, = λύμη, ἀμφίβ. γραφ. ἐν Αἰσχύλ. Ἱκ. 877, ἀλλ’ ὁ Δινδ. ἐδέξατο τὴν γραφ. λύμας εἷς, ὁ δὲ Enger: λύμας, ᾇ σύ...
Russian (Dvoretsky)
λύμᾰσις: εως (ῡ) ἡ Aesch. v. l. = λύμη 3.