ὅσα ἦν νενοσσευμένα ὀρνίθων γένεα → as many species of birds as had their nests, all the other kinds of birds which had been hatched
adv.nouvellement, récemment;Cp. νεωτέρως, Sp. νεώτατα.Étymologie: νέος.
νέως: επίρρ. του νέος.
νέως: adv. недавно, только что Plat., Thuc.