παλαγμός

From LSJ
Revision as of 01:36, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

ἕτερος ἐξ ἑτέρου σοφός τό τε πάλαι τό τε νῦν → one gets his skill from another, now as in days of old

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλαγμός Medium diacritics: παλαγμός Low diacritics: παλαγμός Capitals: ΠΑΛΑΓΜΟΣ
Transliteration A: palagmós Transliteration B: palagmos Transliteration C: palagmos Beta Code: palagmo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A sprinkling, παλαγμοῖς αἵματος A.Fr.327.

German (Pape)

[Seite 444] ὁ, Besudelung, αἵματος παλαγμοί, Aesch. frg. 329.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλαγμός: ὁ, ῥαντισμός, ῥάντισμα, παλαγμοῖς αἵματος Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 340.

Greek Monolingual

παλαγμός, ὁ (Α) παλάσσω (Ι)]
ράντισμα, πιτσίλισμα («πρὶν ἂν παλαγμοῑς αἵματος χοιροκτόνου αὐτὸς σε χράνῃ Ζεὺς καταστάξας χειροῑν», Αισχύλ.).

Russian (Dvoretsky)

πᾰλαγμός: ὁ пятно, позор (αἵματος Aesch.).