περίκομπος

From LSJ
Revision as of 02:00, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source

Greek (Liddell-Scott)

περίκομπος: -ον, πλήρης κόμπου, ὑπερήφανος, ἀλαζών, Ἕρμανν. εἰς Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 878.

Greek Monolingual

-ον, Α
γεμάτος κομπασμό, αλαζόνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + κόμπος / χτύπος, «καύχηση» (πρβλ. πολύ-κομπος)].

Russian (Dvoretsky)

περίκομπος: тщеславный, хвастливый (Aesch. - v. l. к περίχαυνος).