ἥσθην πατέρα τὸν ἀμὸν εὐλογοῦντά σε → I was pleased to hear you praising my father
[Seite 592] poet. = περισείω.
περισσείω: ποιητ. ἀντὶ τοῦ περισείω.
see περισαίνω, περισείω.
περισσείω: эп. = * περισείω.