κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post
dor. c. ποικιλόγηρυς.
ποικῐλόγᾱρυς 1 with varied tones φόρμιγγά τε ποικιλόγαρυν (O. 3.8)
ποικῐλόγᾱρυς: υος adj. дор. = ποικιλόγηρυς.