προσείρηκα
From LSJ
Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)
German (Pape)
[Seite 757] perf. zu προσερῶ, w. m. s.
French (Bailly abrégé)
v. *προσέρω.
Russian (Dvoretsky)
προσείρηκα: pf. к * πρισέρω.