σταδίη
From LSJ
ἡδονὴ μὲν γὰρ ἁπάντων ἀλαζονίστατον → pleasure is the greatest of impostors, pleasure is the most shameless thing of all
ἡδονὴ μὲν γὰρ ἁπάντων ἀλαζονίστατον → pleasure is the greatest of impostors, pleasure is the most shameless thing of all
Full diacritics: στᾰδίη | Medium diacritics: σταδίη | Low diacritics: σταδίη | Capitals: ΣΤΑΔΙΗ |
Transliteration A: stadíē | Transliteration B: stadiē | Transliteration C: stadii | Beta Code: stadi/h |
ἡ,
A v. στάδιος.
στᾰδίη: ἡ, ἴδε στάδιος.
v. στάδιος.
see στάδιος.
ἡ, Α
βλ. στάδιος.
στᾰδίη: ἡ, βλ. στάδιος.
στᾰδίη: ἡ (sc. ὑσμίνη) рукопашный бой Hom.