ὑλοδρόμος

From LSJ
Revision as of 05:00, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß

Menander, Monostichoi, 405
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑλοδρόμος Medium diacritics: ὑλοδρόμος Low diacritics: υλοδρόμος Capitals: ΥΛΟΔΡΟΜΟΣ
Transliteration A: hylodrómos Transliteration B: hylodromos Transliteration C: ylodromos Beta Code: u(lodro/mos

English (LSJ)

ον,

   A wood-ranging, θῆρες Ar.Th.47; ἡ πιθήκη ὑλοδρόμος κέκληται Ael.NA6.26.

German (Pape)

[Seite 1177] im Walde laufend; θῆρες, Ar. Th. 47; E. M.

Greek (Liddell-Scott)

ὑλοδρόμος: -ον, ὁ διατρέχων τὰ δάση, θῆρες, Ἀριστοφ. Θεσμ. 47.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που διατρέχει τα δάση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕλη + -δρόμος (< δρόμος), πρβλ. υδρο-δρόμος.

Russian (Dvoretsky)

ὑλοδρόμος: (ῡ) бегающий по лесам (θῆρες Arph.).