Φαληρεύς

From LSJ
Revision as of 05:40, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
habitant ou originaire de Phalère.
Étymologie: Φάληρον.

Greek Monolingual

ὁ, θηλ. Φαληρίς, -ίδος, Α
ο κάτοικος του Φαλήρου, Φαληριώτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. Φαληρεύς < Φάληρον + κατάλ. -εύς (πρβλ. Χαλκιδ-εύς), ενώ το θηλ Φαληρίς με κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. Λεσβ-ίς)].

Russian (Dvoretsky)

Φᾰληρεύς: έως ὁ житель или уроженец Фалера Her.