Φόρκυν

From LSJ
Revision as of 05:48, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

ἀλλὰ ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ → but deliver us from evil

Source

Greek (Liddell-Scott)

Φόρκῡν: -ῡνος, ὁ, = Φόρκυς, Ὀδ. Α. 72, Ν. 96, 345 (ἀείποτε κατὰ γενικ.)· ὀνομ. παρὰ Παλαιφ. 32. ΙΙ. ὡς τὸ φόρκος ΙΙ, τὸ Λατ. Orcus, Εὐφορίων 52· ἐνταῦθα ὡσαύτως κατὰ γενικήν.

French (Bailly abrégé)

υνος (ὁ) :
c. Φόρκυς.

Russian (Dvoretsky)

Φόρκυν: ῡνος ὁ
1) Hom. = Φόρκυς;
2) (сын Фенопа - Φαῖνοψ, предводитель фригийцев, убитый Эантом) Hom.