χερμάδιος
From LSJ
German (Pape)
[Seite 1350] ον, von der Art, Gestalt od. Größe eines Kiesels, bes. um damit zu werfen, μολύβδαιναι χερμάδιοι, faustgroße Bleikugeln zum Werfen, Luc. Lexiph. 5.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
de la grosseur d’une pierre qu’on lance avec la main.
Étymologie: χερμάς.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ χερμάς, -άδος]
αυτός που έχει το σχήμα και το μέγεθος χερμαδίου, πέτρας που ρίχνεται εναντίον του αντιπάλου (α. «μολυβδαίνας χερμαδίους», Λουκιαν.
β. «χερμάδιος λίθος», Νείλ.).
Russian (Dvoretsky)
χερμάδιος: величиной с булыжник, т. е. удобный для метания рукой (μολύβδαινα Luc.).