Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κακόχρους

From LSJ
Revision as of 06:48, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Greek Monolingual

κακόχρους, -ουν και -οος, -οον (Α)
1. αυτός που έχει κακή χροιά, άσχημο χρώμα («κακόχροοι ὀφθαλμοί», Γαλ.)
2. αυτός που έχει κακό χρωματισμό, κακή απόχρωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -χρους (< -χροος < χρώς «χρώμα»), πρβλ. ερυθρό-χρους, ηδύ-χρους].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κακόχρους -ουν, zonder contr. κακόχροος -οον [κακός, χρώς] met ongezonde kleur.