ἀναπλασμὸς ἐκ ματαίων ἐλπίδων → building of castles in the air
v. κάθημαι.
καθῆστο: 3 л. sing. impf. к κάθημαι.
καθῆστο indic. imperf. 3 sing. van κάθημαι.