κρεμόω

From LSJ
Revision as of 07:24, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσίαpassionate friendship between males

Source

Greek (Liddell-Scott)

κρεμόω: Ἐπικ. μέλλ. τοῦ κρεμάννυμι.

French (Bailly abrégé)

fut. épq. de κρεμάννυμι.

Greek Monotonic

κρεμόω: Επικ. μέλ. του κρεμάννυμι· Αττ. κρεμῶ.

Russian (Dvoretsky)

κρεμόω: эп. fut. к κρεμάννυμι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρεμόω ep. fut. van κρεμάννυμι.