συναριστάω

From LSJ
Revision as of 09:03, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

ἤ με φίλει καθαρὸν θέμενος νόον, ἤ μ' ἀποειπών ἐχθαιρ' ἀμφαδίην νεῖκος ἀειράμενος → either love me with a pure heart, or reject and hate me, and openly pick a fight

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνᾱριστάω Medium diacritics: συναριστάω Low diacritics: συναριστάω Capitals: ΣΥΝΑΡΙΣΤΑΩ
Transliteration A: synaristáō Transliteration B: synaristaō Transliteration C: synaristao Beta Code: sunarista/w

English (LSJ)

   A take breakfast or luncheon with, τοῖς ἥρωσιν Ar.Av. 1486, cf. Aeschin.1.43, Alex.47, Luc.Asin.50: abs., Phld.Lib.p.56 O.: Συναριστῶσαι, name of a play by Menander.

Greek (Liddell-Scott)

συνᾱριστάω: ἀριστῶ, προγευματίζω ἢ γευματίζω ὁμοῦ μετά τινος, τινι Ἀριστοφ. Ὄρν. 1486, Αἰσχίν. 7. 1· συναριστᾶν τισι… προχείρως Ἄλεξις ἐν «Φιλεταίρῳ» 2, Λουκ. Ὄν. 50· ― Συναριστῶσαι, ὄνομα κωμῳδίας τινὸς τοῦ Μενάνδρου.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
dîner avec.
Étymologie: σύν, ἀριστάω.

Greek Monotonic

συνᾱριστάω: μέλ. -ήσω, παίρνω πρωινό ή γευματίζω μαζί με, τινί, σε Αριστοφ., Αισχίν.

Russian (Dvoretsky)

συνᾱριστάω: вместе завтракать (τινι Arph. и μετά τινος Aeschin., Luc.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνᾱριστάω [σύν, ἄριστον] samen (met...) ontbijten, met dat.