βωνίτης
From LSJ
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
English (LSJ)
ου, Dor. -τας, ὁ, -βουκόλος, Call.Fr.157, Choerob.in An.Ox.1.184, Hsch.; but βουνιτῇσι· τοῖς βουκόλοις, Suid.
German (Pape)
[Seite 469] = βούτης, Callim. frg. 157, l. d.
Greek (Liddell-Scott)
βωνίτης: Δωρ. άντὶ βουνίτης.
Spanish (DGE)
v. βουνίτης.
Frisk Etymological English
See also: s. βουνός