νύναμαι
From LSJ
English (LSJ)
[ῠ], Cret. for δύναμαι, Leg.Gort.8.20,12.32.
Greek Monolingual
νύναμαι (Α)
(κρητ. τ.) δύναμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δύναμαι, με αφομοιωτική τροπή του δ σε ν. Η σύνδεση του τ. με τη λ. νους δεν θεωρείται πιθανή].
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: νυνατός Cret. for δύναμαι, δυνατός;
See also: s.there and on νόος.