νύναμαι

From LSJ

τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας· μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται. (2Thess 2:7) → For the mystery of lawlessness is already at workjust at work until the one who is now constraining it is taken out.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νύναμαι Medium diacritics: νύναμαι Low diacritics: νύναμαι Capitals: ΝΥΝΑΜΑΙ
Transliteration A: nýnamai Transliteration B: nynamai Transliteration C: nynamai Beta Code: nu/namai

English (LSJ)

[ῠ], Cret. for δύναμαι, Leg.Gort.8.20,12.32.

Greek Monolingual

νύναμαι (Α)
(κρητ. τ.) δύναμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δύναμαι, με αφομοιωτική τροπή του δ σε ν. Η σύνδεση του τ. με τη λ. νους δεν θεωρείται πιθανή].

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: νυνατός Cret. for δύναμαι, δυνατός;
See also: s.there and on νόος.

Frisk Etymology German

νύναμαι: νυνατός
{núnamai}
Etymology: kret. für δύναμαι, δυνατός; s.d. u. νόος.
Page 2,327