ἑτοιμοκοπία
From LSJ
Full diacritics: ἑτοιμοκοπία | Medium diacritics: ἑτοιμοκοπία | Low diacritics: ετοιμοκοπία | Capitals: ΕΤΟΙΜΟΚΟΠΙΑ |
Transliteration A: hetoimokopía | Transliteration B: hetoimokopia | Transliteration C: etoimokopia | Beta Code: e(toimokopi/a |
ἡ,
A officiousness, Hp.Praec. 12 (s.v.l.).
ἑτοιμοκοπία: ἡ, ἑκούσιος κόπος, Ἱππ. 28. 19.
ἑτοιμοκοπία και ιων. τ. ἑτοιμοκοπίη, ἡ (Α)
εκούσιος κόπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έτοιμος + -κοπία (< κόπος)].