γεράνι
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
Greek Monolingual
(I)
το (AM γεράνιον)
γένος φυτών της οικογένειας Γερανιίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γέρανος. Το φυτό ονομάστηκε έτσι επειδή ο καρπός του μοιάζει με το ράμφος του ομώνυμου πουλιού].
(II)
το (Μ γεράνιον) γέρανος
1. μικρός γερανός, μικρό βαρούλκο
2. μικρός γερανός με ξύλινη δοκό που χρησιμοποιείται για να βγάζουν νερό από πηγάδι.