γεράνι

From LSJ
Revision as of 12:38, 8 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "———————— " to "<br />")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Δόλιον γὰρ ἄνδρα φεῦγε παρ' ὅλον τὸν βίον → Dum vivis, insidiosos curriculo fuge → Den Hinterhältigen fliehe, dein ganzes Leben lang

Menander, Monostichoi, 131

Greek Monolingual

(I)
το (AM γεράνιον)
γένος φυτών της οικογένειας Γερανιίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γέρανος. Το φυτό ονομάστηκε έτσι επειδή ο καρπός του μοιάζει με το ράμφος του ομώνυμου πουλιού].
(II)
το (Μ γεράνιον) γέρανος
1. μικρός γερανός, μικρό βαρούλκο
2. μικρός γερανός με ξύλινη δοκό που χρησιμοποιείται για να βγάζουν νερό από πηγάδι.