γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at
(I)και μπιμπίλι, το μπιρμπίλαη μπιρμπίλα. (II)και μπιμπίλι, το1. το αηδόνι2. φρ. «μπιρμπίλι της θάλασσας» — η αλκυόνα.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. bulbul].