χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
(I)
μοσκεύω (Μ)
βλ. μοσχεύω.
(II)
μοσκεύω (Μ)
βλ. μουσκεύω.