ὑληφόρος
From LSJ
Ξίφος τιτρώσκει σῶμα, τὸν δὲ νοῦν λόγος → Ut corpus ensis, verba mentem sauciant → Das Schwert verletzt den Körper, doch den Sinn das Wort
Ξίφος τιτρώσκει σῶμα, τὸν δὲ νοῦν λόγος → Ut corpus ensis, verba mentem sauciant → Das Schwert verletzt den Körper, doch den Sinn das Wort
[Seite 1177] = ὑλοφόρος, Ar. Ach. 260.
ὑληφόρος: -φορέω, = ὑλοφόρος, -φορέω.
-ον, Α
(αττ. τ.) βλ. ὑλοφόρος.
ὑληφόρος: -ον, = ὑλο-φόρος, σε Αριστοφ.
ὑληφόρος: Arph. = ὑλοφόρος I.