Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
(I)Ν(προστ.) βλ. σαλπάρω. (II)η, Νβλ. σάλπη.