κορυδαλλίς

From LSJ
Revision as of 03:15, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren

Menander, Monostichoi, 384

Greek Monotonic

κορῠδαλλίς: -ίδος, ἡ και κορῠδαλλός, ὁ, = το επόμ., σε Θεόκρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κορυδαλλίς -ίδος, ἡ en κορυδαλλός -οῦ, ὁ [~ κορυδός] leeuwerik (vogel).

Russian (Dvoretsky)

κορῠδαλλίς: ίδος (ῐδ) ἡ Theocr. = κορυδαλλός.

Middle Liddell

κορῠδαλλίς, ίδος = κορῠδός, Theocr.]