λουτροδάικτος

From LSJ
Revision as of 03:30, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

Βουλόμεθα πλουτεῖν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Ditescere omnes volumus, at non possumus → Wir wollen alle reich sein, doch wir können's nicht

Menander, Monostichoi, 64

Greek Monolingual

λουτροδάϊκτος, -ον (Α)
αυτός που φονεύθηκε στο λουτρόλουτροδάϊκτος δ' ὤλετ' 'Αχαιῶν πολέμαρχος ἀνήρ», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λουτρόν + -δάϊκτος (< δαΐζω «σφάζω, φονεύω»), πρβλ. ανδρο-δάικτος, πυργο-δάικτος].

Middle Liddell

λουτρο-δάϊκτος, ον δαΐζω
slain in the bath, Aesch.