μενέγχης

From LSJ
Revision as of 03:45, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

ἀλωπεκίζω πρὸς ἑτέραν ἀλώπεκα → Greek meets Greek | with the fox, be a fox

Source

German (Pape)

[Seite 132] ες, = μεναίχμης, ἄνδρες, Aeschyl. ep. 1 (VII, 255).

Greek (Liddell-Scott)

μενέγχης: -ες, = μεναίχμης, Αἰσχύλ. ἐν Ἀνθ. Π. 7. 255.

Greek Monotonic

μενέγχης: -ες (ἔγχος), = μεναίχμης, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

μενέγχης: твердо держащий копье, т. е. непоколебимый в бою, т. е. бесстрашный (τοὺς μενέγχεας ὤλεσεν ἄνδρας Μοῖρα Anth.).

Middle Liddell

μεν-έγχης, ες ἔγχος = μεναίχμης, Anth.]