οἰωνοθέτης

From LSJ
Revision as of 04:30, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

μὴ τὴν ὄψιν καλλωπίζου, ἀλλ' ἐν τοῖς ἐπιτηδεύμασιν ἴσθι καλός → Don't beautify your face, but be beautiful in your habits (Thales, in Diog. Laertius 1.37)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰωνοθέτης Medium diacritics: οἰωνοθέτης Low diacritics: οιωνοθέτης Capitals: ΟΙΩΝΟΘΕΤΗΣ
Transliteration A: oiōnothétēs Transliteration B: oiōnothetēs Transliteration C: oionothetis Beta Code: oi)wnoqe/ths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A interpreter of auguries, S.OT484(lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

οἰωνοθέτης: -ου, ὁ, ὁ ἑρμηνεύων τοὺς οἰωνούς, Σοφ. Ο. Τ. 483.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui interprète le vol ou le cri des oiseaux, augure.
Étymologie: οἰωνός, τίθημι.

Greek Monolingual

οἰωνοθέτης, ὁ (Α)
εξηγητής, ερμηνευτής τών οιωνών, οιωνοσκόπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οιωνός + -θέτης (< τίθημι), πρβλ. αστρο-θέτης.

Greek Monotonic

οἰωνοθέτης: -ου, ὁ (τίθημι), αυτός που ερμηνεύει τους οιωνούς, τα προμηνύματα, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

οἰωνοθέτης: ου ὁ птицегадатель Soph.

Middle Liddell

οἰωνο-θέτης, ου, ὁ, τίθημι
an interpreter of auguries. Soph.