ὄλβιος ὅστις ἱστορίης ἔσχεν μάθησιν → happy the man who has gained knowledge through inquiry (Εuripides, fr. 910)
[Seite 423] superl. von βαθύς, Il. 8, 14 u. Sp.
v. βαθύς.
βάθιστος: эп. superl. к βαθύς.
βάθιστος superl. van βαθύς.